- ηδύφωτος
- -η, -οαυτός που εκπέμπει γλυκό φως, που φωτίζει γλυκά, ο γλυκόφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -φωτός (< φως), πρβλ. αστερό-φωτος, πάμ-φωτος. Η λ. μαρτυρείται στον Κωνστ. Πωπ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek